επέκταση
Greek
Noun
επέκταση • (epéktasi) f (plural επεκτάσεις)
- expansion, extension, spreading
Declension
declension of επέκταση
case \\ number | singular | plural | |
---|---|---|---|
nominative | επέκταση • | επεκτάσεις • | |
genitive | επέκτασης • | επεκτάσεων • | |
accusative | επέκταση • | επεκτάσεις • | |
vocative | επέκταση • | επεκτάσεις • | |
Also, older or formal genitive singlar: επεκτάσεως • |
Derived terms
- κατ' επέκταση (kat' epéktasi, “by extension, consequently”)