εξόριστης
Greek
Adjective
εξόριστης • (exóristis)
- Genitive singular feminine form of εξόριστος (exóristos).
Noun
εξόριστης • (exóristis) f
- Genitive singular form of εξόριστη (exóristi).
单词 | εξόριστης |
释义 | εξόριστης |
随便看 |
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。