εντελώς
Greek
Adverb
εντελώς • (entelós)
- intensifier: all, completely, totally
- Ήταν εντελώς στην αγάπη. ― Ítan entelós stin agápi. ― She was completely in love.
- Εντελώς γυμνή ― Entelós gymní ― totally naked
Synonyms
- τελείως (teleíos)
- ολότελα (olótela)
- ολοκληρωτικά (oloklirotiká)
- απόλυτα (apólyta)
- πλήρως (plíros)
Related terms
- εντελώς αβέβαιο n (entelós avévaio, “anyone's guess”)