εννιακοσιοστός
Greek
Adjective
εννιακοσιοστός • (enniakosiostós) m (feminine εννιακοσιοστή, neuter εννιακοσιοστό)
- nine hundredth
Declension
declension of εννιακοσιοστός
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εννιακοσιοστός | εννιακοσιοστή | εννιακοσιοστό | εννιακοσιοστοί | εννιακοσιοστές | εννιακοσιοστά |
genitive | εννιακοσιοστού | εννιακοσιοστής | εννιακοσιοστού | εννιακοσιοστών | εννιακοσιοστών | εννιακοσιοστών |
accusative | εννιακοσιοστό | εννιακοσιοστή | εννιακοσιοστό | εννιακοσιοστούς | εννιακοσιοστές | εννιακοσιοστά |
vocative | εννιακοσιοστέ | εννιακοσιοστή | εννιακοσιοστό | εννιακοσιοστοί | εννιακοσιοστές | εννιακοσιοστά |
Alternative forms
- εννεακοσιοστός (enneakosiostós)
Coordinate terms
- Greek number and measurement