ενημερωμένος
Greek
Adjective
ενημερωμένος • (enimeroménos) m (feminine ενημερωμένη, neuter ενημερωμένο)
- well informed, up to date (with information)
- Antonym: ανενημέρωτος (anenimérotos)
Declension
declension of ενημερωμένος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ενημερωμένος • | ενημερωμένη • | ενημερωμένο • | ενημερωμένοι • | ενημερωμένες • | ενημερωμένα • |
genitive | ενημερωμένου • | ενημερωμένης • | ενημερωμένου • | ενημερωμένων • | ενημερωμένων • | ενημερωμένων • |
accusative | ενημερωμένο • | ενημερωμένη • | ενημερωμένο • | ενημερωμένους • | ενημερωμένες • | ενημερωμένα • |
vocative | ενημερωμένε • | ενημερωμένη • | ενημερωμένο • | ενημερωμένοι • | ενημερωμένες • | ενημερωμένα • |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο ενημερωμένος, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο ενημερωμένος (o pio enimeroménos), etc.) |