ενδοπλασματικό δίκτυο
Greek
Noun
ενδοπλασματικό δίκτυο • (endoplasmatikó díktyo) n
- (cytology) endoplasmic reticulum, ER
Further reading
ενδοπλασματικό δίκτυο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
单词 | ενδοπλασματικό δίκτυο |
释义 | ενδοπλασματικό δίκτυο |
随便看 |
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。