请输入您要查询的单词:
单词
εμπρησμέ
释义
εμπρησμέ
Greek
Noun
εμπρησμέ
•
(
emprismé
)
m
Vocative
singular
form of
εμπρησμός
(
emprismós
)
.
随便看
χρονοδιαγράμματα
χρονοδιαγράμματος
χρονοδιαγραμμάτων
χρονολογήθηκα
χρονολογήσεις
χρονολογήσεων
χρονολογήσεως
χρονολογία
χρονολογίας
χρονολογίες
χρονολογιών
χρονολογούμαι
χρονολογούμε
χρονολογώ
χρονολόγησα
χρονολόγηση
χρονολόγησης
χρονος
χρονών
χροός
χροὸς
χροῒ
ΧΡΣ
ΧΡΥ
χρυσ-
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/7 17:51:39