εμβολίζω
Greek
Verb
εμβολίζω • (emvolízo) (simple past εμβόλισα, passive εμβολίζομαι)
- (nautical) ram (one ship into another)
- ram (one vehicle into another)
- (by extension) beat someone with a club, etc
Conjugation
εμβολίζω εμβολίζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | εμβολίζω | εμβολίσω | εμβολίζομαι | εμβολιστώ |
2 sg | εμβολίζεις | εμβολίσεις | εμβολίζεσαι | εμβολιστείς |
3 sg | εμβολίζει | εμβολίσει | εμβολίζεται | εμβολιστεί |
1 pl | εμβολίζουμε, [‑ομε] | εμβολίσουμε, [‑ομε] | εμβολιζόμαστε | εμβολιστούμε |
2 pl | εμβολίζετε | εμβολίσετε | εμβολίζεστε, εμβολιζόσαστε | εμβολιστείτε |
3 pl | εμβολίζουν(ε) | εμβολίσουν(ε) | εμβολίζονται | εμβολιστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | εμβόλιζα | εμβόλισα | εμβολιζόμουν(α) | εμβολίστηκα |
2 sg | εμβόλιζες | εμβόλισες | εμβολιζόσουν(α) | εμβολίστηκες |
3 sg | εμβόλιζε | εμβόλισε | εμβολιζόταν(ε) | εμβολίστηκε |
1 pl | εμβολίζαμε | εμβολίσαμε | εμβολιζόμασταν, (‑όμαστε) | εμβολιστήκαμε |
2 pl | εμβολίζατε | εμβολίσατε | εμβολιζόσασταν, (‑όσαστε) | εμβολιστήκατε |
3 pl | εμβόλιζαν, εμβολίζαν(ε) | εμβόλισαν, εμβολίσαν(ε) | εμβολίζονταν, (εμβολιζόντουσαν) | εμβολίστηκαν, εμβολιστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα εμβολίζω ➤ | θα εμβολίσω ➤ | θα εμβολίζομαι ➤ | θα εμβολιστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα εμβολίζεις, … | θα εμβολίσεις, … | θα εμβολίζεσαι, … | θα εμβολιστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … εμβολίσει έχω, έχεις, … εμβολισμένο, ‑η, ‑ο ➤ | έχω, έχεις, … εμβολιστεί είμαι, είσαι, … εμβολισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … εμβολίσει είχα, είχες, … εμβολισμένο, ‑η, ‑ο | είχα, είχες, … εμβολιστεί ήμουν, ήσουν, … εμβολισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … εμβολίσει θα έχω, θα έχεις, … εμβολισμένο, ‑η, ‑ο | θα έχω, θα έχεις, … εμβολιστεί θα είμαι, θα είσαι, … εμβολισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας, όταν, …). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | εμβόλιζε | εμβόλισε | — | εμβολίσου |
2 pl | εμβολίζετε | εμβολίστε | εμβολίζεστε | εμβολιστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | εμβολίζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας εμβολίσει ➤ | εμβολισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | εμβολίσει | εμβολιστεί | ||
Notes | • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
See also
- εμβολιάζω (emvoliázo, “to inoculate”)