εκλέγω
See also: ἐκλέγω
Greek
Etymology
From Ancient Greek ἐκλέγω with sense: "I choose", extended to "elect". Also see verbs: επιλέγω (epilégo), διαλέγω (dialégo), all preserving the ancient sense from λέγω (légō, “sense: collect”).[1][2]
Pronunciation
- IPA(key): /eˈkleɣo/
- Hyphenation: ε‧κλέ‧γω
Verb
εκλέγω • (eklégo) (simple past εξέλεξα, passive εκλέγομαι)
- elect
Conjugation
εκλέγω εκλέγομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | εκλέγω | εκλέξω | εκλέγομαι | εκλεχθώ1, (εκλεχτώ), εκλεγώ2 |
2 sg | εκλέγεις | εκλέξεις | εκλέγεσαι | εκλεχθείς, (εκλεχτείς), εκλεγείς |
3 sg | εκλέγει | εκλέξει | εκλέγεται | εκλεχθεί, (εκλεχτεί), εκλεγεί |
1 pl | εκλέγουμε, [‑ομε] | εκλέξουμε, [‑ομε] | εκλεγόμαστε | εκλεχθούμε, (εκλεχτούμε), εκλεγούμε |
2 pl | εκλέγετε | εκλέξετε | εκλέγεστε, {εκλέγεσθε}, εκλεγόσαστε | εκλεχθείτε, (εκλεχτείτε), εκλεγείτε |
3 pl | εκλέγουν(ε) | εκλέξουν(ε) | εκλέγονται | εκλεχθούν, (εκλεχτούν(ε)), εκλεγούν |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | εξέλεγα | εξέλεξα | εκλεγόμουν(α) | εκλέχθηκα1, εκλέχτηκα, [{εξελέγην}]2 |
2 sg | εξέλεγες | εξέλεξες | εκλεγόσουν(α) | εκλέχθηκες, εκλέχτηκες, [{εξελέγης}] |
3 sg | εξέλεγε | εξέλεξε | εκλεγόταν(ε) | εκλέχθηκε, εκλέχτηκε, {εξελέγη} |
1 pl | εκλέγαμε | εκλέξαμε | εκλεγόμασταν, (‑όμαστε) | εκλεχθήκαμε, εκλεχτήκαμε, [{εξελέγημεν}] |
2 pl | εκλέγατε | εκλέξατε | εκλεγόσασταν, (‑όσαστε) | εκλεχθήκατε, εκλεχτήκατε, [{εξελέγητε}] |
3 pl | εξέλεγαν, εκλέγαν(ε) | εξέλεξαν, εκλέξαν(ε) | εκλέγονταν, (εκλεγόντουσαν) | εκλέχθηκαν, εκλέχτηκαν, εκλεχτήκανε, {εξελέγησαν} |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα εκλέγω ➤ | θα εκλέξω ➤ | θα εκλέγομαι ➤ | θα εκλεχθώ1, (εκλεχτώ), εκλεγώ2 ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα εκλέγεις, … | θα εκλέξεις, … | θα εκλέγεσαι, … | θα εκλεχθείς, (εκλεχτείς), εκλεγείς |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … εκλέξει έχω, έχεις, … εκλεγμένο, ‑η, ‑ο ➤ | έχω, έχεις, ... εκλεχθεί1, (εκλεχτεί), εκλεγεί2 είμαι, είσαι, … εκλεγμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … εκλέξει είχα, είχες, … εκλεγμένο, ‑η, ‑ο | είχα, είχες, ... εκλεχθεί, (εκλεχτεί), εκλεγεί ήμουν, ήσουν, … εκλεγμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … εκλέξει θα έχω, θα έχεις, … εκλεγμένο, ‑η, ‑ο | θα έχω, θα έχεις, ... εκλεχθεί, (εκλεχτεί), εκλεγεί θα είμαι, θα είσαι, … εκλεγμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | [έκλεγε] | [έκλεξε] | — | εκλέξου |
2 pl | εκλέγετε | εκλέξτε | εκλέγεστε, {εκλέγεσθε} | εκλεχθείτε1, (εκλεχτείτε), {εκλεγείτε}2, [{εκλέγητε}] |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | εκλέγοντας ➤ | εκλεγόμενος, ‑η, ‑o ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας εκλέξει ➤ | εκλεγμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | εκλέξει | εκλεχθεί1, (εκλεχτεί), εκλεγεί2 | ||
Notes Appendix:Greek verbs | 1. The -χθ- forms are formal 2. The -γ- forms come from the ancient conjugation of aorist ἐξελέγην, and are extremely formal. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- εκλογέας m (eklogéas, “voter, with voting rights”)
- εκλογή f (eklogí, “the voting; choice”)
References
- Babiniotis, Georgios (2002) Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας [Modern Greek Dictionary] (in Greek), 2nd edition, Athens: Lexicology Centre
- εκλέγω in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.