εισιτήρια διαρκείας
See also: εισιτήρια διάρκειας
Greek
Noun
εισιτήρια διαρκείας • (eisitíria diarkeías) n
- Plural form of εισιτήριο διαρκείας (eisitírio diarkeías).
单词 | εισιτήρια διαρκείας |
释义 | εισιτήρια διαρκείαςSee also: εισιτήρια διάρκειας |
随便看 |
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。