εγκληματολογικός
Greek
Adjective
εγκληματολογικός • (egklimatologikós) m (feminine εγκληματολογική, neuter εγκληματολογικό)
- criminological, forensic
- εγκληματολογικό εργαστήριο (forensic laboratory)
Declension
declension of εγκληματολογικός
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εγκληματολογικός | εγκληματολογική | εγκληματολογικό | εγκληματολογικοί | εγκληματολογικές | εγκληματολογικά |
genitive | εγκληματολογικού | εγκληματολογικής | εγκληματολογικού | εγκληματολογικών | εγκληματολογικών | εγκληματολογικών |
accusative | εγκληματολογικό | εγκληματολογική | εγκληματολογικό | εγκληματολογικούς | εγκληματολογικές | εγκληματολογικά |
vocative | εγκληματολογικέ | εγκληματολογική | εγκληματολογικό | εγκληματολογικοί | εγκληματολογικές | εγκληματολογικά |
Related terms
- εγκληματικός (egklimatikós, “criminal”)