εγκληματικός
Greek
Adjective
εγκληματικός • (egklimatikós) m (feminine εγκληματική, neuter εγκληματικό)
- criminal
Declension
declension of εγκληματικός
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εγκληματικός | εγκληματική | εγκληματικό | εγκληματικοί | εγκληματικές | εγκληματικά |
genitive | εγκληματικού | εγκληματικής | εγκληματικού | εγκληματικών | εγκληματικών | εγκληματικών |
accusative | εγκληματικό | εγκληματική | εγκληματικό | εγκληματικούς | εγκληματικές | εγκληματικά |
vocative | εγκληματικέ | εγκληματική | εγκληματικό | εγκληματικοί | εγκληματικές | εγκληματικά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο εγκληματικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο εγκληματικός (o pio egklimatikós), etc.) |
Synonyms
- κακοποιός (kakopoiós)
Related terms
- εγκληματολογικός (egklimatologikós, “criminological, forensic”)