εγκλείομαι
See also: ἐγκλείομαι
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /eŋˈɡliome/
- Hyphenation: ε‧γκλεί‧ο‧μαι
- Old Hyphenation: εγ‧κλεί‧ο‧μαι
- Homophone: εγκλείομε (egkleíome)
Verb
εγκλείομαι • (egkleíomai) passive (simple past εγκλείστηκα, active εγκλείω)
- I am shut in
- I am confined
Conjugation
see this verb's full conjugation at: εγκλείω (egkleío)
See also
- In polytonic script: ἐγκλείομαι