δυναμιτίζω
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /ði.na.miˈti.zo/
- Hyphenation: δυ‧να‧μι‧τί‧ζω
Verb
δυναμιτίζω • (dynamitízo) (past δυναμίτισα, passive δυναμιτίζομαι)
- dynamite (detonate/explode dynamite)
- Synonym: ανατινάζω (anatinázo)
- (figurative) motivate, energise (UK), energize (US)
Conjugation
δυναμιτίζω δυναμιτίζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | δυναμιτίζω | δυναμιτίσω | δυναμιτίζομαι | δυναμιτιστώ |
2 sg | δυναμιτίζεις | δυναμιτίσεις | δυναμιτίζεσαι | δυναμιτιστείς |
3 sg | δυναμιτίζει | δυναμιτίσει | δυναμιτίζεται | δυναμιτιστεί |
1 pl | δυναμιτίζουμε, [‑ομε] | δυναμιτίσουμε, [‑ομε] | δυναμιτιζόμαστε | δυναμιτιστούμε |
2 pl | δυναμιτίζετε | δυναμιτίσετε | δυναμιτίζεστε, δυναμιτιζόσαστε | δυναμιτιστείτε |
3 pl | δυναμιτίζουν(ε) | δυναμιτίσουν(ε) | δυναμιτίζονται | δυναμιτιστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | δυναμίτιζα | δυναμίτισα | δυναμιτιζόμουν(α) | δυναμιτίστηκα |
2 sg | δυναμίτιζες | δυναμίτισες | δυναμιτιζόσουν(α) | δυναμιτίστηκες |
3 sg | δυναμίτιζε | δυναμίτισε | δυναμιτιζόταν(ε) | δυναμιτίστηκε |
1 pl | δυναμιτίζαμε | δυναμιτίσαμε | δυναμιτιζόμασταν, (‑όμαστε) | δυναμιτιστήκαμε |
2 pl | δυναμιτίζατε | δυναμιτίσατε | δυναμιτιζόσασταν, (‑όσαστε) | δυναμιτιστήκατε |
3 pl | δυναμίτιζαν, δυναμιτίζαν(ε) | δυναμίτισαν, δυναμιτίσαν(ε) | δυναμιτίζονταν, (δυναμιτιζόντουσαν) | δυναμιτίστηκαν, δυναμιτιστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα δυναμιτίζω ➤ | θα δυναμιτίσω ➤ | θα δυναμιτίζομαι ➤ | θα δυναμιτιστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα δυναμιτίζεις, … | θα δυναμιτίσεις, … | θα δυναμιτίζεσαι, … | θα δυναμιτιστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … δυναμιτίσει έχω, έχεις, … δυναμιτισμένο, ‑η, ‑ο ➤ | έχω, έχεις, … δυναμιτιστεί είμαι, είσαι, … δυναμιτισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … δυναμιτίσει είχα, είχες, … δυναμιτισμένο, ‑η, ‑ο | είχα, είχες, … δυναμιτιστεί ήμουν, ήσουν, … δυναμιτισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … δυναμιτίσει θα έχω, θα έχεις, … δυναμιτισμένο, ‑η, ‑ο | θα έχω, θα έχεις, … δυναμιτιστεί θα είμαι, θα είσαι, … δυναμιτισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | δυναμίτιζε | δυναμίτισε | — | δυναμιτίσου |
2 pl | δυναμιτίζετε | δυναμιτίστε | δυναμιτίζεστε | δυναμιτιστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | δυναμιτίζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας δυναμιτίσει ➤ | δυναμιτισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | δυναμιτίσει | δυναμιτιστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs | • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- δυναμίτης m (dynamítis, “dynamite”) (explosive and figurative)
- δυναμίτιδα f (dynamítida, “dynamite”)
- δυναμιτάκι n (dynamitáki, “banger, firecracker”)