δουλεμπόρια
Greek
Noun
δουλεμπόρια • (doulempória) n
- Nominative, accusative and vocative plural form of δουλεμπόριο (doulempório).
单词 | δουλεμπόρια |
释义 | δουλεμπόρια |
随便看 |
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。