请输入您要查询的单词:

 

单词 δοκιμαστικός
释义

δοκιμαστικός

Greek

Adjective

δοκιμαστικός (dokimastikós) m (feminine δοκιμαστική, neuter δοκιμαστικό)

  1. test, trial

Declension

Derived terms

  • δοκιμαστικός σωλήνας m (dokimastikós solínas, test tube)
  • δοκιμαστική εξέταση f (dokimastikí exétasi, mock exam)
  • δοκιμαστική οδήγηση f (dokimastikí odígisi, test drive)
  • δοκιμαστική πτήση f (dokimastikí ptísi, test flight)
  • see: δοκιμή f (dokimí, trial, test)
随便看

 

国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。

 

Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号 更新时间:2024/11/5 14:38:14