διόρθωση
Greek
Noun
διόρθωση • (diórthosi) f (plural διορθώσεις)
- correction, proof-reading
Declension
declension of διόρθωση
case \\ number | singular | plural | |
---|---|---|---|
nominative | διόρθωση • | διορθώσεις • | |
genitive | διόρθωσης • | διορθώσεων • | |
accusative | διόρθωση • | διορθώσεις • | |
vocative | διόρθωση • | διορθώσεις • | |
Also, older or formal genitive singlar: διορθώσεως • |
Related terms
- διόρθωμα n (diórthoma, “repair, correction”)
- διορθώνω (diorthóno, “to mend, to repair”)
- διορθωτής m (diorthotís, “proofreader”)
- διορθωτικά (diorthotiká, “correctively”)
- διορθωτικός (diorthotikós, “corrective, correction”, adjective)
- διορθώτρια f (diorthótria, “proofreader”)
- διορθωσάρα (diorthosára)
- διορθώσεις (diorthóseis)
- διορθώσιμος (diorthósimos)
- διορθωσούλα (diorthosoúla)
- διορθωτικό (diorthotikó)