请输入您要查询的单词:

 

单词 διόρθωση
释义

διόρθωση

Greek

Noun

διόρθωση (diórthosi) f (plural διορθώσεις)

  1. correction, proof-reading

Declension

  • διόρθωμα n (diórthoma, repair, correction)
  • διορθώνω (diorthóno, to mend, to repair)
  • διορθωτής m (diorthotís, proofreader)
  • διορθωτικά (diorthotiká, correctively)
  • διορθωτικός (diorthotikós, corrective, correction, adjective)
  • διορθώτρια f (diorthótria, proofreader)
  • διορθωσάρα (diorthosára)
  • διορθώσεις (diorthóseis)
  • διορθώσιμος (diorthósimos)
  • διορθωσούλα (diorthosoúla)
  • διορθωτικό (diorthotikó)
随便看

 

国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。

 

Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号 更新时间:2024/11/6 9:52:48