διψώ
Greek
Alternative forms
- διψάω (dipsáo)
Verb
διψώ • (dipsó) (simple past δίψασα, passive —)
- be thirsty
- be dry (soil, etc)
Conjugation
διψώ, διψάω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | διψώ, διψάω | διψούσα, δίψαγα | θα διψώ, θα διψάω | να διψώ, να διψάω | |
2s | διψάς | διψούσες, δίψαγες | θα διψάς | να διψάς | δίψα, δίψαγε |
3s | διψά, διψάει | διψούσε, δίψαγε | θα διψά, θα διψάει | να διψά, να διψάει | |
1p | διψούμε, διψάμε | διψούσαμε, διψάγαμε | θα διψούμε, θα διψάμε | να διψούμε, να διψάμε | |
2p | διψάτε | διψούσατε, διψάγατε | θα διψάτε | να διψάτε | διψάτε |
3p | διψούν, διψούνε, διψάνε, διψάν | διψούσαν, διψούσανε, δίψαγαν, διψάγανε | θα διψούν, θα διψούνε, θα διψάνε, θα διψάν | να διψούν, να διψούνε, να διψάνε, να διψάν | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | διψάσω | δίψασα | θα διψάσω | να διψάσω | |
2s | διψάσεις | δίψασες | θα διψάσεις | να διψάσεις | δίψασε, δίψα |
3s | διψάσει | δίψασε | θα διψάσει | να διψάσει | |
1p | διψάσουμε, διψάσομε | διψάσαμε | θα διψάσουμε, θα διψάσομε | να διψάσουμε, να διψάσομε | |
2p | διψάσετε | διψάσατε | θα διψάσετε | να διψάσετε | διψάστε |
3p | διψάσουν, διψάσουνε | δίψασαν, διψάσανε, διψάσαν | θα διψάσουν, θα διψάσουνε | να διψάσουν, να διψάσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω διψάσει | είχα διψάσει | θα έχω διψάσει | να έχω διψάσει | |
2s | έχεις διψάσει | είχες διψάσει | θα έχεις διψάσει | να έχεις διψάσει | |
3s | έχει διψάσει | είχε διψάσει | θα έχει διψάσει | να έχει διψάσει | |
1p | έχουμε διψάσει | είχαμε διψάσει | θα έχουμε διψάσει | να έχουμε διψάσει | |
2p | έχετε διψάσει | είχατε διψάσει | θα έχετε διψάσει | να έχετε διψάσει | |
3p | έχουν διψάσει | είχαν διψάσει | θα έχουν διψάσει | να έχουν διψάσει | |
Participle: | διψώντας | Non-finite ‡ | διψάσει | 68-ασ-2A1-2A1d | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existent. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. | |||||