δισχιλιοστός
Greek
Adjective
δισχιλιοστός • (dischiliostós) m (feminine δισχιλιοστή, neuter δισχιλιοστό)
- two thousandth
Declension
declension of δισχιλιοστός
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δισχιλιοστός | δισχιλιοστή | δισχιλιοστό | δισχιλιοστοί | δισχιλιοστές | δισχιλιοστά |
genitive | δισχιλιοστού | δισχιλιοστής | δισχιλιοστού | δισχιλιοστών | δισχιλιοστών | δισχιλιοστών |
accusative | δισχιλιοστό | δισχιλιοστή | δισχιλιοστό | δισχιλιοστούς | δισχιλιοστές | δισχιλιοστά |
vocative | δισχιλιοστέ | δισχιλιοστή | δισχιλιοστό | δισχιλιοστοί | δισχιλιοστές | δισχιλιοστά |