δισκοπριόνου
See also: δισκοπρίονου
Greek
Alternative forms
- δισκοπρίονου (diskopríonou)
Noun
δισκοπριόνου • (diskopriónou) n
- Genitive singular form of δισκοπρίονο (diskopríono).
单词 | δισκοπριόνου |
释义 | δισκοπριόνουSee also: δισκοπρίονου |
随便看 |
|
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。