δικτατορία
Greek
Noun
δικτατορία • (diktatoría) f (plural δικτατορίες)
- (politics) dictatorship
Declension
declension of δικτατορία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δικτατορία • | δικτατορίες • |
genitive | δικτατορίας • | δικτατοριών • |
accusative | δικτατορία • | δικτατορίες • |
vocative | δικτατορία • | δικτατορίες • |
Synonyms
- τυραννία f (tyrannía)
Further reading
δικτατορία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el