διαστροφή
Greek
Etymology
From Ancient Greek διαστροφή (diastrophḗ), from the verb διαστρέφω (diastréphō, “to distort, to pervert”).
Pronunciation
- IPA(key): /ðʝastɾoˈfi/
- Hyphenation: δια‧στρο‧φή
Noun
διαστροφή • (diastrofí) f (plural διαστροφές)
- (of writing, articles etc) distortion, misrepresentation (false representation so as to injure someone's character etc)
- Έγινε διαστροφή του κειμένου, προκειμένου να φανεί ανίκανος. ― Égine diastrofí tou keiménou, prokeiménou na faneí aníkanos. ― The piece of writing was distorted in order for him to appear incompetent.
- (psychology) perversion, sexual deviance (sexual practice or act considered abnormal)
- Η παιδοφιλία είναι γνωστή σεξουαλική διαστροφή. ― I paidofilía eínai gností sexoualikí diastrofí. ― Paedophilia is a known sexual perversion.
Declension
declension of διαστροφή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διαστροφή • | διαστροφές • |
genitive | διαστροφής • | διαστροφών • |
accusative | διαστροφή • | διαστροφές • |
vocative | διαστροφή • | διαστροφές • |
Synonyms
- (distortion): αλλοίωση f (alloíosi)
- (perversion): ανωμαλία f (anomalía), παρέκκλιση f (parékklisi)