请输入您要查询的单词:

 

单词 διαπερνώ
释义

διαπερνώ

Greek

Alternative forms

  • διαπερνάω (diapernáo)

Verb

διαπερνώ (diapernó) (simple past διαπέρασα, passive διαπερνιέμαι)

  1. pass through, pierce
  2. (figuratively): influence

Conjugation

  • αδιαπέραστα (adiapérasta)
  • αδιαπέραστος (adiapérastos)
  • διαπεραστικά (diaperastiká)
  • διαπεραστικός (diaperastikós)
  • διαπερατός (diaperatós)
  • διαπερατότητα (diaperatótita)
随便看

 

国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。

 

Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号 更新时间:2024/11/5 18:28:43