διαπερνιέμαι
Greek
Verb
διαπερνιέμαι • (diaperniémai) passive (simple past διαπεράστηκα, active διαπερνώ)
- passive form of διαπερνώ (diapernó).
Conjugation
This verb needs an inflection-table template.
单词 | διαπερνιέμαι |
释义 | διαπερνιέμαι |
随便看 |
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。