διαπερασμένος
Greek
Etymology
Perfect participle of διαπερνιέμαι (diaperniémai), passive voice of διαπερνάω, διαπερνώ (“pass through”).
Participle
διαπερασμένος • (diaperasménos) m (feminine διαπερασμένη, neuter διαπερασμένο)
- passed through
Declension
declension of διαπερασμένος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διαπερασμένος • | διαπερασμένη • | διαπερασμένο • | διαπερασμένοι • | διαπερασμένες • | διαπερασμένα • |
genitive | διαπερασμένου • | διαπερασμένης • | διαπερασμένου • | διαπερασμένων • | διαπερασμένων • | διαπερασμένων • |
accusative | διαπερασμένο • | διαπερασμένη • | διαπερασμένο • | διαπερασμένους • | διαπερασμένες • | διαπερασμένα • |
vocative | διαπερασμένε • | διαπερασμένη • | διαπερασμένο • | διαπερασμένοι • | διαπερασμένες • | διαπερασμένα • |