διαλογίστηκα
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /ðia.loˈʝi.sti.ka/
- Hyphenation: δι‧α‧λο‧γί‧στη‧κα
Verb
διαλογίστηκα • (dialogístika)
- 1st person singular simple past form of διαλογίζομαι (dialogízomai).
单词 | διαλογίστηκα |
释义 | διαλογίστηκα |
随便看 |
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。