διαγωνιζόμενου
See also: διαγωνιζομένου
Greek
Noun
διαγωνιζόμενου • (diagonizómenou) m
- Genitive singular form of διαγωνιζόμενος (diagonizómenos).
单词 | διαγωνιζόμενου |
释义 | διαγωνιζόμενουSee also: διαγωνιζομένου |
随便看 |
|
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。