διαγράμματος
Ancient Greek
Noun
διαγράμματος • (diagrámmatos)
- genitive singular of διάγραμμα (diágramma)
Greek
Noun
διαγράμματος • (diagrámmatos) n
- Genitive singular form of διάγραμμα (diágramma).
单词 | διαγράμματος |
释义 | διαγράμματος |
随便看 |
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。