διάμεσου
See also: διαμέσου
Greek
Adjective
διάμεσου • (diámesou)
- Genitive singular masculine and neuter form of διάμεσος (diámesos).
单词 | διάμεσου |
释义 | διάμεσουSee also: διαμέσου |
随便看 |
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。