请输入您要查询的单词:
单词
δεσμοί
释义
δεσμοί
Greek
Noun
δεσμοί
•
(
desmoí
)
m
Nominative and vocative
plural
form of
δεσμός
(
desmós
)
.
随便看
αλάβαστρος
αλάβαστρου
αλάβαστρους
αλάβαστρων
αλάβωτος
αλάδωτος
αλάθευτος
αλάθητο
αλάθητος
αλάθητου
αλά καρτ
αλάκερος
αλάλαξα
αλάλιασα
αλάνα
αλάνας
αλάνες
αλάνη
αλάνηδες
αλάνηδων
αλάνης
αλάνθαστος
αλάνι
αλάνια
αλάνισσα
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/2 2:27:05