δαλτονισμό
Greek
Noun
δαλτονισμό • (daltonismó) m
- Accusative singular form of δαλτονισμός (daltonismós).
单词 | δαλτονισμό |
释义 | δαλτονισμό |
随便看 |
|
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。