请输入您要查询的单词:
单词
γόμες
释义
γόμες
Greek
Noun
γόμες
•
(
gómes
)
f
Nominative, accusative and vocative
plural
form of
γόμα
(
góma
)
.
随便看
πολὺς
πολῖτα
πολῖται
πομοντόρι
πομπή
πομπήν
Πομπήϊοι
Πομπήϊος
Πομπίλιος
πομπίλος
Πομπωνία
πομπός
Πομπώνιος
πομπὴν
πομπῆς
πομφολυγοπάφλασμα
πομφολυγοπαφλάσμασι
πομφολυγοπαφλάσμασιν
πομφολυγοπαφλάσματα
πομφολυγοπαφλάσματε
πομφολυγοπαφλάσματι
πομφολυγοπαφλάσματος
πομφολυγοπαφλασμάτοιν
πομφολυγοπαφλασμάτων
πομφολύγων
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/1 18:43:39