γραφειοκρατικός
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /ɣɾa.fi.o.kra.tiˈkos/
- Hyphenation: γρα‧φει‧ο‧κρα‧τι‧κός
Adjective
γραφειοκρατικός • (grafeiokratikós) m (feminine γραφειοκρατική, neuter γραφειοκρατικό)
- bureaucratic, clerical
Declension
declension of γραφειοκρατικός
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | γραφειοκρατικός • | γραφειοκρατική • | γραφειοκρατικό • | γραφειοκρατικοί • | γραφειοκρατικές • | γραφειοκρατικά • |
genitive | γραφειοκρατικού • | γραφειοκρατικής • | γραφειοκρατικού • | γραφειοκρατικών • | γραφειοκρατικών • | γραφειοκρατικών • |
accusative | γραφειοκρατικό • | γραφειοκρατική • | γραφειοκρατικό • | γραφειοκρατικούς • | γραφειοκρατικές • | γραφειοκρατικά • |
vocative | γραφειοκρατικέ • | γραφειοκρατική • | γραφειοκρατικό • | γραφειοκρατικοί • | γραφειοκρατικές • | γραφειοκρατικά • |
Related terms
- see: γραφείο n (grafeío, “desk, office”), κρατικός (kratikós) & κράτος n (krátos, “state”)
Further reading
- γραφειοκρατικός in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.