γλυκό
See also: γλυκο- and γλυκό-
Greek
Noun
γλυκό • (glykó) n (plural γλυκά)
- sweet, pudding, dessert
- pastry, cake, confection
Declension
declension of γλυκό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γλυκό • | γλυκά • |
genitive | γλυκού • | γλυκών • |
accusative | γλυκό • | γλυκά • |
vocative | γλυκό • | γλυκά • |
Synonyms
- επιδόρπιο n (epidórpio)
- γλύκισμα n (glýkisma)
Derived terms
- γλυκό του κουταλιού n (glykó tou koutalioú, “spoon sweet”)
See also
- καραμέλα f (karaméla, “sweet (confectionary)”)
Adjective
γλυκό • (glykó)
- Accusative singular masculine form of γλυκός (glykós).
- Nominative, accusative and vocative singular neuter form of γλυκός (glykós).
Derived terms
- γλυκό κρασί n (glykó krasí, “sweet wine”)
- γλυκό νερό n (glykó neró, “fresh water”)