γκριζομάλλης
Greek
Etymology
γκριζο- (gkrizo-) + -μάλλης (-mállis)
Adjective
γκριζομάλλης • (gkrizomállis) m
- grey haired
Declension
declension of γκριζομάλλης
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | γκριζομάλλης | γκριζομάλλα | γκριζομάλλικο | γκριζομάλληδες | γκριζομάλλες | γκριζομάλλικα |
genitive | γκριζομάλλη | γκριζομάλλας | γκριζομάλλικου | γκριζομάλληδων | — | γκριζομάλλικων |
accusative | γκριζομάλλη | γκριζομάλλα | γκριζομάλλικο | γκριζομάλληδες | γκριζομάλλες | γκριζομάλλικα |
vocative | γκριζομάλλη | γκριζομάλλα | γκριζομάλλικο | γκριζομάλληδες | γκριζομάλλες | γκριζομάλλικα |