γεωργιανός
See also: Γεωργιανός
Greek
Adjective
γεωργιανός • (georgianós) m (feminine γεωργιανή, neuter γεωργιανό)
- Georgian (relating to Georgia, its people or language)
Declension
Declension of γεωργιανός
number case \\ gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | γεωργιανός • | γεωργιανή • | γεωργιανό • | γεωργιανοί • | γεωργιανές • | γεωργιανά • |
genitive | γεωργιανού • | γεωργιανής • | γεωργιανού • | γεωργιανών • | γεωργιανών • | γεωργιανών • |
accusative | γεωργιανό • | γεωργιανή • | γεωργιανό • | γεωργιανούς • | γεωργιανές • | γεωργιανά • |
vocative | γεωργιανέ • | γεωργιανή • | γεωργιανό • | γεωργιανοί • | γεωργιανές • | γεωργιανά • |
Related terms
- see: Γεωργία f (Georgía, “Georgia”)