βρομόκαιρο
Greek
Alternative forms
- βρομώκαιρο (vromókairo)
Noun
βρομόκαιρο • (vromókairo) m
- Accusative singular form of βρομόκαιρος (vromókairos).
单词 | βρομόκαιρο |
释义 | βρομόκαιρο |
随便看 |
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。