βραχιόλι
Greek
Noun
βραχιόλι • (vrachióli) n (plural βραχιόλια)
- bracelet
Declension
declension of βραχιόλι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βραχιόλι • | βραχιόλια • |
genitive | βραχιολιού • | βραχιολιών • |
accusative | βραχιόλι • | βραχιόλια • |
vocative | βραχιόλι • | βραχιόλια • |
Related terms
- λουράκι n (louráki, “watchstrap”)