请输入您要查询的单词:
单词
βούλησης
释义
βούλησης
Greek
Noun
βούλησης
•
(
voúlisis
)
f
Genitive
singular
form of
βούληση
(
voúlisi
)
.
随便看
ηλεκτροπαραγωγών
ηλεκτροπληξία
ηλεκτροπληξίας
ηλεκτροπληξίες
ηλεκτροπληξιών
ηλεκτροσκοπίου
ηλεκτροσκοπίων
ηλεκτροσκόπια
ηλεκτροσκόπιο
ηλεκτροσκόπιου
ηλεκτροσπασμοθεραπεία
ηλεκτροσπασμοθεραπείας
ηλεκτροστατικές
ηλεκτροστατική
ηλεκτροστατικής
ηλεκτροστατικός
ηλεκτροστατικών
ηλεκτροσυγκολλήσεις
ηλεκτροσυγκολλήσεων
ηλεκτροσυγκολλήσεως
ηλεκτροσυγκόλληση
ηλεκτροσυγκόλλησης
ηλεκτροσόκ
ηλεκτροτεχνίτες
ηλεκτροτεχνίτη
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/7 17:16:19