βοτανολόγο
Greek
Noun
βοτανολόγο • (votanológo) m or f
- Accusative singular form of βοτανολόγος (votanológos).
单词 | βοτανολόγο |
释义 | βοτανολόγο |
随便看 |
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。