请输入您要查询的单词:
单词
βιασμό
释义
βιασμό
Greek
Noun
βιασμό
•
(
viasmó
)
m
Accusative
singular
form of
βιασμός
(
viasmós
)
.
随便看
συνήθισα
συνήθως
συνήλθα
συνήορος
συνήρθα
συνήφθη
συνήφθην
συνήφθησαν
συνήψα
συνίζηση
συνίημι
συνίστημι
συναίνεση
συναίνεσης
συναίρεση
συναίρεσης
συναίρεσι
συναίρεσιν
συναίρεσις
συναίσθημα
συναίσθησις
συναγαγών
συναγω
συναγωγή
συναγωγη
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/7 21:10:15