请输入您要查询的单词:
单词
Βενετούς
释义
Βενετούς
Greek
Noun
Βενετούς
•
(
Venetoús
)
m
Accusative
plural
form of
Βενετός
(
Venetós
)
.
随便看
υαλοπώλισσα
υβάτου
υβρίδιο
υβριστ.
υβριστικός
Υ.Γ.
ΥΓ.
υγίεια
υγεία
υγείας
υγείες
υγειά
υγιές
υγιή
υγιής
υγιείς
υγιεινά
υγιεινέ
υγιεινές
υγιεινή
υγιεινής
υγιεινοί
υγιεινού
υγιεινούς
υγιεινό
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/8 7:14:16