βαρυστομαχιά
Greek
Noun
βαρυστομαχιά • (varystomachiá) f (plural βαρυστομαχιές)
- (medicine) indigestion, dyspepsia
Declension
declension of βαρυστομαχιά
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βαρυστομαχιά • | βαρυστομαχιές • |
genitive | βαρυστομαχιάς • | βαρυστομαχιών • |
accusative | βαρυστομαχιά • | βαρυστομαχιές • |
vocative | βαρυστομαχιά • | βαρυστομαχιές • |
Synonyms
- δυσπεψία f (dyspepsía)