请输入您要查询的单词:
单词
αφόρισα
释义
αφόρισα
Greek
Verb
αφόρισα
•
(
afórisa
)
1st person singular simple past form of
αφορίζω
(
aforízo
)
.
随便看
διεγείρομε
διεγείρουμε
διεγείρω
διεγερμένος
διεδέχθην
διεζωμένοι
διεζωμένος
διεθνές
Διεθνές Νομισματικό Ταμείο
Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο
διεθνή
Διεθνής
διεθνής
διεθνείς
διεθνισμός
διεθνοποίησα
διεθνοποίηση
διεθνοποίησης
διεθνοποιήθηκα
διεθνοποιήσεις
διεθνοποιήσεων
διεθνοποιήσεως
διεθνοποιούμαι
διεθνοποιώ
διεθνούς
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/7/13 6:56:15