αφρώδης
Greek
Adjective
αφρώδης • (afródis) m (feminine αφρώδης, neuter αφρώδες)
- sparkling, fizzy
- αφρώδες κρασί (sparkling wine)
Declension
declension of αφρώδης
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αφρώδης | αφρώδης | αφρώδες | αφρώδεις | αφρώδεις | αφρώδη |
genitive | αφρώδους | αφρώδους | αφρώδους | αφρωδών | αφρωδών | αφρωδών |
accusative | αφρώδη | αφρώδη | αφρώδες | αφρώδεις | αφρώδεις | αφρώδη |
Synonyms
- (fizzy): ανθρακικός (anthrakikós)
Derived terms
- αφρώδης οίνος m (afródis oínos, “sparkling wine”)
- αφρώδες κρασί n (afródes krasí, “sparkling wine”)