αυτοκανιβαλισμών
Greek
Noun
αυτοκανιβαλισμών • (aftokanivalismón) m
- Genitive plural form of αυτοκανιβαλισμός (aftokanivalismós).
单词 | αυτοκανιβαλισμών |
释义 | αυτοκανιβαλισμών |
随便看 |
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。