ατοποθέτητος
Greek
Adjective
ατοποθέτητος • (atopothétitos) m (feminine ατοποθέτητη, neuter ατοποθέτητο)
- unplaced, without a position, out of position
Declension
declension of ατοποθέτητος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ατοποθέτητος | ατοποθέτητη | ατοποθέτητο | ατοποθέτητοι | ατοποθέτητες | ατοποθέτητα |
genitive | ατοποθέτητου | ατοποθέτητης | ατοποθέτητου | ατοποθέτητων | ατοποθέτητων | ατοποθέτητων |
accusative | ατοποθέτητο | ατοποθέτητη | ατοποθέτητο | ατοποθέτητους | ατοποθέτητες | ατοποθέτητα |
vocative | ατοποθέτητε | ατοποθέτητη | ατοποθέτητο | ατοποθέτητοι | ατοποθέτητες | ατοποθέτητα |
Synonyms
- άβαλτος (ávaltos)