ασφάλτου
See also: άσφαλτου
Greek
Noun
ασφάλτου • (asfáltou) f
- Genitive singular form of άσφαλτος (ásfaltos).
单词 | ασφάλτου |
释义 | ασφάλτουSee also: άσφαλτου |
随便看 |
|
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。