αστερία
See also: αστέρια
Greek
Noun
αστερία • (astería) m
- Genitive, accusative and vocative singular form of αστερίας (asterías).
单词 | αστερία |
释义 | αστερίαSee also: αστέρια |
随便看 |
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。