ασθματικός
Greek
Adjective
ασθματικός • (asthmatikós) m (feminine ασθματική, neuter ασθματικό)
- asthmatic
- asthma (related to the condition)
Declension
declension of ασθματικός
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ασθματικός | ασθματική | ασθματικό | ασθματικοί | ασθματικές | ασθματικά |
genitive | ασθματικού | ασθματικής | ασθματικού | ασθματικών | ασθματικών | ασθματικών |
accusative | ασθματικό | ασθματική | ασθματικό | ασθματικούς | ασθματικές | ασθματικά |
vocative | ασθματικέ | ασθματική | ασθματικό | ασθματικοί | ασθματικές | ασθματικά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο ασθματικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο ασθματικός (o pio asthmatikós), etc.) |
Related terms
- see: άσθμα n (ásthma, “asthma”)